Μια ξανθιά κάθεται σε μια ταράτσα και κοιτάζει κάτω την πλατεία. Απο εκεί ψηλά της φαίνονται όλα τόσο μικρά που απορεί. Βλέπει έναν κύριο να κόβει βόλτες στην πλατεία και της φαίνεται παράξενο που είναι τόσος δα.
Πάει στον 6ο όροφο και κοιτάει τον άντρα, τον βλέπει λίγο πιο μεγάλο, πάει στον 5ο και ο άντρας πάλι φαίνεται πώς μεγάλωσε. Πάει στον 4ο, στον 3ο, στον 2ο, στον 1ο και ο άντρας όλο και φαίνεται πιο μεγάλος.
Στο ισόγειο, πια ο άντρας φαινόταν γύρω στο 1.20, τον πλησιάζει και όσο μικραίνε η απόσταση που τους χώριζε όλο φαινόταν πιο ψηλός μέχρι που τον φτάνει και τον βλέπει ότι είναι κανονικός άντρας γύρω στο 1.80.
Όλο χαρά τον αγκαλιάζει και τον φιλάει.
Ο άγνωστος άντρας κοιτάζει απορημένος:
- "Με ξέρεις;" ρωτάει την ξανθιά.
- "Ε, πώς δε σε ξέρω, καλέ! Απο τόσο δα μικρούλι σε ξέρω!"
Πάει στον 6ο όροφο και κοιτάει τον άντρα, τον βλέπει λίγο πιο μεγάλο, πάει στον 5ο και ο άντρας πάλι φαίνεται πώς μεγάλωσε. Πάει στον 4ο, στον 3ο, στον 2ο, στον 1ο και ο άντρας όλο και φαίνεται πιο μεγάλος.
Στο ισόγειο, πια ο άντρας φαινόταν γύρω στο 1.20, τον πλησιάζει και όσο μικραίνε η απόσταση που τους χώριζε όλο φαινόταν πιο ψηλός μέχρι που τον φτάνει και τον βλέπει ότι είναι κανονικός άντρας γύρω στο 1.80.
Όλο χαρά τον αγκαλιάζει και τον φιλάει.
Ο άγνωστος άντρας κοιτάζει απορημένος:
- "Με ξέρεις;" ρωτάει την ξανθιά.
- "Ε, πώς δε σε ξέρω, καλέ! Απο τόσο δα μικρούλι σε ξέρω!"